χαρχάλι

χαρχάλι
το
(λ. λατ.)
1. το λειρί του κόκορα.
2. περιδέραιο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χαρχάλι — το, Ν 1. λειρί πετεινού 2. περιδέραιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. χαρχάλι, με αρχική σημ. «λειρί πετεινού», κατά μία άποψη, έχει προέλθει από τον τ. καρακάλλιον, υποκορ. τού καράκαλλον* «είδος κοντού ενδύματος με κουκούλα», ενώ, κατ άλλη άποψη, από τη λ.… …   Dictionary of Greek

  • κάλλαιο(ν) — το (AM κάλλαιον) νεοελλ. ανατ. έπαρμα τού ηθμοειδούς οστού, στο μέσον τού πρόσθιου κρανιακού βόθρου, πάνω στο οποίο προσφύεται η σκληρή μήνιγγα μσν. αρχ. 1. η σαρκώδης απόφυση τής κορυφής τού κεφαλιού τού πετεινού, λειρί, λοφίο 2. το σαρκώδες… …   Dictionary of Greek

  • harhal — harhál, harháluri, s.n. (înv.) salbă, colan. Trimis de blaurb, 19.05.2006. Sursa: DAR  harhál (harháluri), s.m. – Colier. ngr. χαρχάλι, din tc. halhal (DAR). sec. XXVIII, înv. Trimis de blaurb, 14.11.2008. Sursa …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”